πιθανουργός

πιθανουργός
πιθανουργός
making probable
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πιθανουργός — όν, Α αυτός που καθιστά κάτι πιθανό, πιστευτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιθανός + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. ιερ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • πιθανουργία — ἡ, Α [πιθανουργός] η αληθοφανής επιχειρηματολογία, το να καθιστά κανείς κάτι πιθανό, πιστευτό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”